- μυριογένεσις
- μῡρῐο-γένεσις, εως, ἡ,A the signs which rise with Pisces, Firm.3.1.2, 8.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριογένεσις — μυριογένεσις, ἡ (Α) (στην αστρολογία) σημεία τα οποία εμφανίζονται μαζί με τον αστερισμό τών Ιχθύων και τα οποία είναι δηλωτικά τής μοίρας αυτών που ανήκουν στο παραπάνω ζώδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + γένεσις] … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek